Κλιμακώνομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κλιμακώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ескалира, покачват, се покачват, да ескалира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμακώνομαι
κλιμακώνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κλιμακώνομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κλικ στα βουλγαρικά - кликване, клик, Кликнете, щракване, Щракнете върху
- κλιμάκωση στα βουλγαρικά - школа, ескалация, повишаване, повишаване на, ескалиране, ескалацията
- κλινική στα βουλγαρικά - клиника, клиниката, болница, клиники
- κλινικός στα βουλγαρικά - клиничен, клинично, клинична, клиничната, клинични
Τυχαίες λέξεις
Κλιμακώνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ескалира, покачват, се покачват, да ескалира
Μεταφράσεις: ескалира, покачват, се покачват, да ескалира