Κλιμακώνομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: κλιμακώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
escaleert, escaleren, escalatie
Κλιμακώνομαι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμακώνομαι

κλιμακώνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κλιμακώνομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κλικ στα ολλανδικά - kletteren, klakken, klikken, klik, klik op, klikt
  • κλιμάκωση στα ολλανδικά - aanslag, ladder, schub, verhouding, schaalverdeling, schilfer, schaal, ...
  • κλινική στα ολλανδικά - kliniek, clinic, ziekenhuis, de kliniek
  • κλινικός στα ολλανδικά - klinisch, klinische, de klinische
Τυχαίες λέξεις
Κλιμακώνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: escaleert, escaleren, escalatie