Κλιμακώνομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: κλιμακώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
escaleert, escaleren, escalatie
![Κλιμακώνομαι στα ολλανδικά Κλιμακώνομαι στα ολλανδικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-nl-4600.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμακώνομαι
κλιμακώνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κλιμακώνομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κλικ στα ολλανδικά - kletteren, klakken, klikken, klik, klik op, klikt
- κλιμάκωση στα ολλανδικά - aanslag, ladder, schub, verhouding, schaalverdeling, schilfer, schaal, ...
- κλινική στα ολλανδικά - kliniek, clinic, ziekenhuis, de kliniek
- κλινικός στα ολλανδικά - klinisch, klinische, de klinische
Τυχαίες λέξεις
Κλιμακώνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: escaleert, escaleren, escalatie
Μεταφράσεις: escaleert, escaleren, escalatie