Κλιμακώνομαι στα δανικά

Μετάφραση: κλιμακώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eskalerer, eskalering, blusser, optrapper
Κλιμακώνομαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμακώνομαι

κλιμακώνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, κλιμακώνομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κλικ στα δανικά - klik, Klik på, klikke, Klik for, Click
  • κλιμάκωση στα δανικά - skæl, skala, optrapning, eskalering, optrapningen, eskalation, eskalerende
  • κλινική στα δανικά - klinik, klinikken, klinikkens
  • κλινικός στα δανικά - klinisk, kliniske, den kliniske
Τυχαίες λέξεις
Κλιμακώνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eskalerer, eskalering, blusser, optrapper