Κλιμακώνομαι στα δανικά
Μετάφραση: κλιμακώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eskalerer, eskalering, blusser, optrapper
![Κλιμακώνομαι στα δανικά Κλιμακώνομαι στα δανικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-dk-4600.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμακώνομαι
κλιμακώνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, κλιμακώνομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κλικ στα δανικά - klik, Klik på, klikke, Klik for, Click
- κλιμάκωση στα δανικά - skæl, skala, optrapning, eskalering, optrapningen, eskalation, eskalerende
- κλινική στα δανικά - klinik, klinikken, klinikkens
- κλινικός στα δανικά - klinisk, kliniske, den kliniske
Τυχαίες λέξεις
Κλιμακώνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eskalerer, eskalering, blusser, optrapper
Μεταφράσεις: eskalerer, eskalering, blusser, optrapper