Κλιμακώνομαι στα γερμανικά
Μετάφραση: κλιμακώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eskaliert, Eskalation, eskalieren, spitzt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμακώνομαι
κλιμακώνομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, κλιμακώνομαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κλικ στα γερμανικά - ticken, gackern, klick, zuschnappen, knacken, schnalzen, einrasten, ...
- κλιμάκωση στα γερμανικά - steigerung, schuppe, kesselsteine, maßstab, ausweitung, skala, eskalation, ...
- κλινική στα γερμανικά - klinik, Klinik, der Klinik
- κλινικός στα γερμανικά - eiskalt, klinisch, abgeklärt, klinischen, klinische, klinischer, der klinischen
Τυχαίες λέξεις
Κλιμακώνομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: eskaliert, Eskalation, eskalieren, spitzt
Μεταφράσεις: eskaliert, Eskalation, eskalieren, spitzt