Κλιμακώνομαι στα τούρκικα
Μετάφραση: κλιμακώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
escalates, korsanlıktan, kışkırtır, dozu artarken, tırmandırıyor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμακώνομαι
κλιμακώνομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, κλιμακώνομαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κλικ στα τούρκικα - tık, tıklayın, tıklatın, tıklama, için tıklayın
- κλιμάκωση στα τούρκικα - kızışma, yükseltme, eskalasyon, tırmanması, escalation
- κλινική στα τούρκικα - klinik, kliniği, Clinic, klinikte
- κλινικός στα τούρκικα - klinik, bir klinik
Τυχαίες λέξεις
Κλιμακώνομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: escalates, korsanlıktan, kışkırtır, dozu artarken, tırmandırıyor
Μεταφράσεις: escalates, korsanlıktan, kışkırtır, dozu artarken, tırmandırıyor