Κλιμακώνομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: κλιμακώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiprėja, escalates
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμακώνομαι
κλιμακώνομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κλιμακώνομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κλικ στα λιθουανικά - spragtelėjimas, spustelėkite, paspaudimas, paspaudimu, paspaudimą
- κλιμάκωση στα λιθουανικά - gama, mastelis, žvynas, paaštrėjimas, eskalavimas, eskalavimo, eskalacijos, ...
- κλινική στα λιθουανικά - klinika, poliklinika, klinikoje, klinikos, Clinic, kliniką
- κλινικός στα λιθουανικά - klinikinis, klinikinė, klinikinių, klinikiniai, klinikinės
Τυχαίες λέξεις
Κλιμακώνομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: stiprėja, escalates
Μεταφράσεις: stiprėja, escalates