Κλιμακώνομαι στα ρουμανικά
Μετάφραση: κλιμακώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
escaladează, escaladeaza, escaladării, se agravează, agravează
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμακώνομαι
κλιμακώνομαι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κλιμακώνομαι στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κλικ στα ρουμανικά - clic, click, Faceți clic, Faceți clic pe, apasă
- κλιμάκωση στα ρουμανικά - gamă, solz, escaladare, escaladarea, escaladării, escaladări, de escaladare
- κλινική στα ρουμανικά - policlinic, clinică, clinica, clinica de, clinicii, clinic
- κλινικός στα ρουμανικά - clinic, clinice, clinică, clinica, clinic de
Τυχαίες λέξεις
Κλιμακώνομαι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: escaladează, escaladeaza, escaladării, se agravează, agravează
Μεταφράσεις: escaladează, escaladeaza, escaladării, se agravează, agravează