Κοκαλιάρης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κοκαλιάρης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мършав, кльощава, слаб, кльощав, кльощави
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκαλιάρης
παντογνώστης κοκαλιάρης, κοκαλιάρης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κοκαλιάρης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κοινώς στα βουλγαρικά - обикновено, често, обикновено се, често се
- κοιτάζω στα βουλγαρικά - гледам, виж, погледнете, погледнем, да изглежда
- κοκκινίζω στα βουλγαρικά - засрамване, руменина, руж, поглед, червенина
- κοκκώδης στα βουλγαρικά - зърнест, гранулиран, гранулирана, гранулирано, на гранули
Τυχαίες λέξεις
Κοκαλιάρης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мършав, кльощава, слаб, кльощав, кльощави
Μεταφράσεις: мършав, кльощава, слаб, кльощав, кльощави