Κοκαλιάρης στα πολωνικά

Μετάφραση: κοκαλιάρης, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chudy, wychudzony, chuderlawy, chuda, skinny, chude
Κοκαλιάρης στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοκαλιάρης

παντογνώστης κοκαλιάρης, κοκαλιάρης λεξικό γλώσσας πολωνικά, κοκαλιάρης στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κοινώς στα πολωνικά - średnio, zwykle, potocznie, powszechnie, często, wspólnie
  • κοιτάζω στα πολωνικά - spojrzenie, upilnować, wygląd, popatrzeć, rozejrzeć, aparycja, wyglądać, ...
  • κοκκινίζω στα πολωνικά - przemyć, zabarwiać, obfitować, opróżnienie, wymieść, spłoszyć, spłukiwać, ...
  • κοκκώδης στα πολωνικά - chropowaty, ziarnisty, granulowany, ziarnista, granulowanego, ziarnistej
Τυχαίες λέξεις
Κοκαλιάρης στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: chudy, wychudzony, chuderlawy, chuda, skinny, chude