Κοκαλιάρης στα δανικά

Μετάφραση: κοκαλιάρης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tynd, mager, skinny, smal, tynde
Κοκαλιάρης στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοκαλιάρης

παντογνώστης κοκαλιάρης, κοκαλιάρης λεξικό γλώσσας δανικά, κοκαλιάρης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κοινώς στα δανικά - almindeligvis, almindeligt, normalt, ofte, sædvanligvis
  • κοιτάζω στα δανικά - blik, se, betragte, afvente, ser, kigge, at se, ...
  • κοκκινίζω στα δανικά - blush, rødme, rouge, at rødme, rødmen
  • κοκκώδης στα δανικά - granuleret, granulære, granulær, granulatform, granulært
Τυχαίες λέξεις
Κοκαλιάρης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tynd, mager, skinny, smal, tynde