Κοκαλιάρης στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κοκαλιάρης, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слаби, запуштени, слаб, слаба, тесни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκαλιάρης
παντογνώστης κοκαλιάρης, κοκαλιάρης λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κοκαλιάρης στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κοινώς στα σλαβομακεδονικά - најчесто се, најчесто, вообичаено се, вообичаено, обично
- κοιτάζω στα σλαβομακεδονικά - погледнете, изгледа, гледам, погледне, изгледаат
- κοκκινίζω στα σλαβομακεδονικά - руменило, црвенило, црвило, руменило на, поцрвенување
- κοκκώδης στα σλαβομακεδονικά - грануларна, зрнести, грануларен, гранули, гранулиран
Τυχαίες λέξεις
Κοκαλιάρης στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: слаби, запуштени, слаб, слаба, тесни
Μεταφράσεις: слаби, запуштени, слаб, слаба, тесни