Κοκαλιάρης στα ολλανδικά
Μετάφραση: κοκαλιάρης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schraal, sprietig, mager, broodmager, Skinny, magere, Mini
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκαλιάρης
παντογνώστης κοκαλιάρης, κοκαλιάρης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κοκαλιάρης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κοινώς στα ολλανδικά - gewoonlijk, algemeen, gezamenlijk, vaak, meestal
- κοιτάζω στα ολλανδικά - aanzien, aanblik, verwachten, verbeiden, uitzicht, overkomen, eruitzien, ...
- κοκκινίζω στα ολλανδικά - rijk, blozen, vermogend, gefortuneerd, blos, blush, bloos, ...
- κοκκώδης στα ολλανδικά - korrelig, granulaire, korrelvormige, korrelige, granulair
Τυχαίες λέξεις
Κοκαλιάρης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schraal, sprietig, mager, broodmager, Skinny, magere, Mini
Μεταφράσεις: schraal, sprietig, mager, broodmager, Skinny, magere, Mini