Κοκαλιάρης στα γερμανικά
Μετάφραση: κοκαλιάρης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mager, dürr, dünn, dünne, dünnen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοκαλιάρης
παντογνώστης κοκαλιάρης, κοκαλιάρης λεξικό γλώσσας γερμανικά, κοκαλιάρης στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κοινώς στα γερμανικά - gewöhnlich, gemeinsam, häufig, allgemein, üblicherweise, häufigsten
- κοιτάζω στα γερμανικά - schauen, blick, entgegensehen, erwarten, gucken, sehen, aussehen, ...
- κοκκινίζω στα γερμανικά - erröten, wallung, blütezeit, aufschwung, fieberanfall, wasserspülung, blüte, ...
- κοκκώδης στα γερμανικά - unscharf, körnig, granular, körnigen, körnige, Granulat
Τυχαίες λέξεις
Κοκαλιάρης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: mager, dürr, dünn, dünne, dünnen
Μεταφράσεις: mager, dürr, dünn, dünne, dünnen