Λιρέτα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λιρέτα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лира, Lira, лирата, лири и
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιρέτα
ιταλική λιρέτα, λιρέτα εξαρχείων, λιρέτα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λιρέτα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λιπαρός στα βουλγαρικά - мастен, мастни, мастна, на мастни, мастната
- λιποθυμώ στα βουλγαρικά - припадам, несвяст, припадат, припадък, да припадат
- λιτός στα βουλγαρικά - пестелив, пестеливи, икономичен, пестелива
- λιτότητα στα βουλγαρικά - спестовност, пестеливост, пестеливостта, спестовността, втора ръка
Τυχαίες λέξεις
Λιρέτα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лира, Lira, лирата, лири и
Μεταφράσεις: лира, Lira, лирата, лири и