Λιρέτα στα δανικά

Μετάφραση: λιρέτα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lire, lira, TRY, liren
Λιρέτα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιρέτα

ιταλική λιρέτα, λιρέτα εξαρχείων, λιρέτα λεξικό γλώσσας δανικά, λιρέτα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • λιπαρός στα δανικά - fed, fedtet, fede, fedtholdige, fedtsyre, fedtstof
  • λιποθυμώ στα δανικά - svag, dåne, Swoon, afmagt, PegZ Dåne, svime
  • λιτός στα δανικά - Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende
  • λιτότητα στα δανικά - sparsommelighed, thrift, trivsel, genbrugsforretning, foretagsomhed
Τυχαίες λέξεις
Λιρέτα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lire, lira, TRY, liren