Λοφίο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λοφίο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
перо, гребен, CREST, герб, било, крест
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοφίο
λοφίο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λοφίο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λουφάζω στα βουλγαρικά - симулант, топля се, топля, наслаждават, се наслаждават, къпе
- λουφές στα βουλγαρικά - взятка, Loafing
- λοφίσκος στα βουλγαρικά - хълмче, могила, хълм, възвишение, тепе
- λοφοπλαγιά στα βουλγαρικά - склон, хълм, на хълм, склона на хълм
Τυχαίες λέξεις
Λοφίο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: перо, гребен, CREST, герб, било, крест
Μεταφράσεις: перо, гребен, CREST, герб, било, крест