Λοφίο στα σουηδικά
Μετάφραση: λοφίο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fjäder, crest, krön, krönet, vapen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοφίο
λοφίο λεξικό γλώσσας σουηδικά, λοφίο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- λουφάζω στα σουηδικά - sola, hyllas, sola sig, värma sig, njuter
- λουφές στα σουηδικά - muta, Loafing, DAGDRIVERI, frigångs
- λοφίσκος στα σουηδικά - kulle, hillock, högen, liten kulle
- λοφοπλαγιά στα σουηδικά - sluttning, bergssluttning, sluttningen, kulle, hillside
Τυχαίες λέξεις
Λοφίο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: fjäder, crest, krön, krönet, vapen
Μεταφράσεις: fjäder, crest, krön, krönet, vapen