Λοφίο στα πολωνικά

Μετάφραση: λοφίο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdobić, pysznić, pióropusz, pióro, grzebień, herb, crest, grzebieniem
Λοφίο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοφίο

λοφίο λεξικό γλώσσας πολωνικά, λοφίο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • λουφάζω στα πολωνικά - ukrywać, przyczajać, kryć, wygrzać się, wygrzać, bask, wygrzewać, ...
  • λουφές στα πολωνικά - przekupywać, korumpować, przekupić, podkupić, łapówka, próżnują, Loafing, ...
  • λοφίσκος στα πολωνικά - wzgórek, górka, pagórek, kopczyk, hillock, kępa
  • λοφοπλαγιά στα πολωνικά - zbocze, stok, Dom z tarasem, hillside, z tarasem, zboczu góry
Τυχαίες λέξεις
Λοφίο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zdobić, pysznić, pióropusz, pióro, grzebień, herb, crest, grzebieniem