Λοφίο στα δανικά
Μετάφραση: λοφίο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fjer, våbenskjold, crest, toppen, kam, amplitudeforhold
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοφίο
λοφίο λεξικό γλώσσας δανικά, λοφίο στα δανικά
Μεταφράσεις
- λουφάζω στα δανικά - dase, sole sig, sole, metalkugler
- λουφές στα δανικά - dagdriveri, loafing, driveri
- λοφίσκος στα δανικά - højen, klippeknold, hillock, bakke, lille bakke
- λοφοπλαγιά στα δανικά - skrænt, bjergskråning, hillside, bjergside, bjergsiden, bakkeskråning
Τυχαίες λέξεις
Λοφίο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fjer, våbenskjold, crest, toppen, kam, amplitudeforhold
Μεταφράσεις: fjer, våbenskjold, crest, toppen, kam, amplitudeforhold