Λοφίο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λοφίο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pena, pluma, crista, Crista da, Crest, o Crista da, da crista
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοφίο
λοφίο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λοφίο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λουφάζω στα πορτογαλικά - aquecer, bask, relaxar, aproveitar, gozar
- λουφές στα πορτογαλικά - subornar, corromper, Loafing, vadia, vadiante, vadiagem, ócio
- λοφίσκος στα πορτογαλικά - outeiro, montículo, hillock, colina, morro
- λοφοπλαγιά στα πορτογαλικά - declive, encosta, rampa, ladeira, vertente, colina, montanhês, ...
Τυχαίες λέξεις
Λοφίο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pena, pluma, crista, Crista da, Crest, o Crista da, da crista
Μεταφράσεις: pena, pluma, crista, Crista da, Crest, o Crista da, da crista