Λοφίο στα ουκρανικά
Μετάφραση: λοφίο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свинцевий, свинець, гребінь, гребінець
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοφίο
λοφίο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λοφίο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λουφάζω στα ουκρανικά - нероба, крастися, ледар, ховатися, грітися, грітись, нагріватися, ...
- λουφές στα ουκρανικά - підкупати, підкупити, підкуп, хабар, Loafing
- λοφίσκος στα ουκρανικά - бугор, горбик, горбок, горб, пагорб
- λοφοπλαγιά στα ουκρανικά - схил пагорба, схил горба, схил пагорбу
Τυχαίες λέξεις
Λοφίο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: свинцевий, свинець, гребінь, гребінець
Μεταφράσεις: свинцевий, свинець, гребінь, гребінець