Οικείος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οικείος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
запознат, запознати, познато, познат, позната
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικείος
οικείος ορισμός, οικείος δικηγορικός σύλλογος, οικείος δαίμονας, οικείος συνώνυμα, οικείος ετυμολογία, οικείος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οικείος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οδύνη στα βουλγαρικά - горе, измъчвам, мъчение, силна болка, мъка, страдание
- οθόνη στα βουλγαρικά - монитор, изложба, изображение, екран, екрана, на екрана, телевизор
- οικειοποιούμαι στα βουλγαρικά - oikeiopoioumai
- οικειότητα στα βουλγαρικά - интимност, близост, интимността, близостта
Τυχαίες λέξεις
Οικείος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: запознат, запознати, познато, познат, позната
Μεταφράσεις: запознат, запознати, познато, познат, позната