Οικείος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: οικείος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абвяшчаць, знаёмы, знаёмая, знакомый
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικείος
οικείος ορισμός, οικείος δικηγορικός σύλλογος, οικείος δαίμονας, οικείος συνώνυμα, οικείος ετυμολογία, οικείος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, οικείος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- οδύνη στα λευκορωσικά - боль
- οθόνη στα λευκορωσικά - экран
- οικειοποιούμαι στα λευκορωσικά - oikeiopoioumai
- οικειότητα στα λευκορωσικά - блізкасць, блізкасьць
Τυχαίες λέξεις
Οικείος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абвяшчаць, знаёмы, знаёмая, знакомый
Μεταφράσεις: абвяшчаць, знаёмы, знаёмая, знакомый