Οικείος στα τούρκικα
Μετάφραση: οικείος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanıdık, aşina, bilinen, tanıdık bir, bilgi sahibi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικείος
οικείος ορισμός, οικείος δικηγορικός σύλλογος, οικείος δαίμονας, οικείος συνώνυμα, οικείος ετυμολογία, οικείος λεξικό γλώσσας τούρκικα, οικείος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- οδύνη στα τούρκικα - acı, keder, ızdırap, ıstırap, ıstırabın
- οθόνη στα τούρκικα - göstermek, ekran, ekranı, ekranında, ekranda, perde
- οικειοποιούμαι στα τούρκικα - yerlikli, uygun, ilgili, yerinde, oikeiopoioumai
- οικειότητα στα τούρκικα - bilgi, samimiyet, yakınlık, samimiyeti, yakınlığın, yakınlaşma
Τυχαίες λέξεις
Οικείος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tanıdık, aşina, bilinen, tanıdık bir, bilgi sahibi
Μεταφράσεις: tanıdık, aşina, bilinen, tanıdık bir, bilgi sahibi