Οικείος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οικείος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
privado, íntimo, familiar, particular, familiarizado, familiarizados, familiares, familiarizar
Οικείος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικείος

οικείος ορισμός, οικείος δικηγορικός σύλλογος, οικείος δαίμονας, οικείος συνώνυμα, οικείος ετυμολογία, οικείος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οικείος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • οδύνη στα πορτογαλικά - pesar, aflição, angústia, angústias, a angústia, angustia, anguish
  • οθόνη στα πορτογαλικά - exposição, expor, desacomodar, tela, ecrã, tela de, de tela, ...
  • οικειοποιούμαι στα πορτογαλικά - apropriado, apropriar, adequado, oikeiopoioumai
  • οικειότητα στα πορτογαλικά - conhecimento, intimidade, a intimidade, intimacy, de intimidade, da intimidade
Τυχαίες λέξεις
Οικείος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: privado, íntimo, familiar, particular, familiarizado, familiarizados, familiares, familiarizar