Οικείος στα ουκρανικά

Μετάφραση: οικείος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
залякування, інтимність, знайомий, знайоме, знайома
Οικείος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικείος

οικείος ορισμός, οικείος δικηγορικός σύλλογος, οικείος δαίμονας, οικείος συνώνυμα, οικείος ετυμολογία, οικείος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οικείος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • οδύνη στα ουκρανικά - жаль, туга, сум, горе, біль, болю
  • οθόνη στα ουκρανικά - являти, пересторогу, остереження, продемонструвати, наставляння, дисплей, показ, ...
  • οικειοποιούμαι στα ουκρανικά - привласнювати, привласнити, відповідний, oikeiopoioumai
  • οικειότητα στα ουκρανικά - фамільярність, обізнаність, близькі, близькість
Τυχαίες λέξεις
Οικείος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: залякування, інтимність, знайомий, знайоме, знайома