Οικείος στα φινλανδικά
Μετάφραση: οικείος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
läheinen, uskottu, leppoisa, tiivis, tuttu, tuttuja, tuntee, tuntevat, perehtynyt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικείος
οικείος ορισμός, οικείος δικηγορικός σύλλογος, οικείος δαίμονας, οικείος συνώνυμα, οικείος ετυμολογία, οικείος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, οικείος στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- οδύνη στα φινλανδικά - katumus, murhe, suru, piina, hätä, mielipaha, sielunhätä, ...
- οθόνη στα φινλανδικά - säädellä, esillepano, asettaa näytteille, monitori, kuvaruutu, esittely, ilmaus, ...
- οικειοποιούμαι στα φινλανδικά - osuva, varata, haluttava, oikeiopoioumai
- οικειότητα στα φινλανδικά - tuttavallisuus, tuttuus, tuttavuus, tuttu, perehtyneisyys, läheinen suhde, läheisyyttä, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικείος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: läheinen, uskottu, leppoisa, tiivis, tuttu, tuttuja, tuntee, tuntevat, perehtynyt
Μεταφράσεις: läheinen, uskottu, leppoisa, tiivis, tuttu, tuttuja, tuntee, tuntevat, perehtynyt