Οξύνοια στα βουλγαρικά

Μετάφραση: οξύνοια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проницателност
Οξύνοια στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνοια

οξύνεια καλαμπάκας, οξύνοια ετυμολογία, οξύνοια wiki, οξύνοια σημασια, οξύνοια συνώνυμα, οξύνοια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οξύνοια στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οξύ στα βουλγαρικά - киселина, киселини, киселинен, кисел
  • οξύθυμος στα βουλγαρικά - сприхав, раздразнителен, избухлив
  • οξύνω στα βουλγαρικά - остря, изострят, се изострят, изостря, изостри
  • οξύς στα βουλγαρικά - киселина, остър, остра, остро, малък, острата
Τυχαίες λέξεις
Οξύνοια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: проницателност