Οξύνοια στα πολωνικά
Μετάφραση: οξύνοια, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
orientacja, bystrość, wnikliwość, przebiegłość, astuteness
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύνοια
οξύνεια καλαμπάκας, οξύνοια ετυμολογία, οξύνοια wiki, οξύνοια σημασια, οξύνοια συνώνυμα, οξύνοια λεξικό γλώσσας πολωνικά, οξύνοια στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- οξύ στα πολωνικά - kwasek, kwaśny, solny, cierpki, kwasowy, kwas, kwasu, ...
- οξύθυμος στα πολωνικά - popędliwy, wrażliwy, gniewliwy, gniewny, drażliwy, krewki, porywczy, ...
- οξύνω στα πολωνικά - zaostrzać, rozjątrzać, kwaśnieć, pogarszać, zaostrzyć, zakwaszać, podrażniać, ...
- οξύς στα πολωνικά - ostry, wnikliwy, kwasowy, uciążliwy, cierpki, kwasek, kwas, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύνοια στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: orientacja, bystrość, wnikliwość, przebiegłość, astuteness
Μεταφράσεις: orientacja, bystrość, wnikliwość, przebiegłość, astuteness