Οξύνοια στα τούρκικα
Μετάφραση: οξύνοια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıkgözlük, astuteness, kurnazlık, cin gibilik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύνοια
οξύνεια καλαμπάκας, οξύνοια ετυμολογία, οξύνοια wiki, οξύνοια σημασια, οξύνοια συνώνυμα, οξύνοια λεξικό γλώσσας τούρκικα, οξύνοια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- οξύ στα τούρκικα - asit, ekşi, asidi, asid, asidin
- οξύθυμος στα τούρκικα - huysuz, çabuk parlar, irascible, sinirli, çabuk parlar köşe, asabi
- οξύνω στα τούρκικα - keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek
- οξύς στα τούρκικα - keskin, asit, sivri, ekşi, sert, akut, dar, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύνοια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: açıkgözlük, astuteness, kurnazlık, cin gibilik
Μεταφράσεις: açıkgözlük, astuteness, kurnazlık, cin gibilik