Οξύνοια στα κροατικά
Μετάφραση: οξύνοια, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oštrina, umješnost, lukavost, mudrost
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύνοια
οξύνεια καλαμπάκας, οξύνοια ετυμολογία, οξύνοια wiki, οξύνοια σημασια, οξύνοια συνώνυμα, οξύνοια λεξικό γλώσσας κροατικά, οξύνοια στα κροατικά
Μεταφράσεις
- οξύ στα κροατικά - igličast, kiselina, kiseline, kiselinu, kiselinom
- οξύθυμος στα κροατικά - razdražljiv, naprasit, plah, razdražljivi, plahovit
- οξύνω στα κροατικά - pogoršati, razljutiti, izoštriti, izoštri, naoštriti, postizanje oštrijeg, povećanju oštrine
- οξύς στα κροατικά - igličast, akupunktura, akutan, oštar, akutna, akutni, akutne
Τυχαίες λέξεις
Οξύνοια στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: oštrina, umješnost, lukavost, mudrost
Μεταφράσεις: oštrina, umješnost, lukavost, mudrost