Οξύνοια στα φινλανδικά

Μετάφραση: οξύνοια, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vainu, astuteness, neuvokkuudesta
Οξύνοια στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνοια

οξύνεια καλαμπάκας, οξύνοια ετυμολογία, οξύνοια wiki, οξύνοια σημασια, οξύνοια συνώνυμα, οξύνοια λεξικό γλώσσας φινλανδικά, οξύνοια στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • οξύ στα φινλανδικά - hapan, hapot, happo, karvas, hapon, happoa, acid, ...
  • οξύθυμος στα φινλανδικά - äkäinen, kiukkuinen, kärttyisä, irascible, kiivasluonteinen
  • οξύνω στα φινλανδικά - ärsyttää, terävöittää, teroittaa, sharpen, teroita, terävöittämiseksi
  • οξύς στα φινλανδικά - happo, hapot, terävä, akuutti, läpitunkeva, kriittinen, aksenttimerkki, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύνοια στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: vainu, astuteness, neuvokkuudesta