Οξύνοια στα δανικά

Μετάφραση: οξύνοια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skarpsindighed, kløgtighed, snedige
Οξύνοια στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνοια

οξύνεια καλαμπάκας, οξύνοια ετυμολογία, οξύνοια wiki, οξύνοια σημασια, οξύνοια συνώνυμα, οξύνοια λεξικό γλώσσας δανικά, οξύνοια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οξύ στα δανικά - sur, syre, acid, syren
  • οξύθυμος στα δανικά - opfarende, hidsig, vred, arrig, vredladen
  • οξύνω στα δανικά - skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper
  • οξύς στα δανικά - sur, syre, akut, akutte, spids, af akut
Τυχαίες λέξεις
Οξύνοια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skarpsindighed, kløgtighed, snedige