Οξύνοια στα ολλανδικά

Μετάφραση: οξύνοια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slimheid, scherpzinnigheid, astuteness, scherp inzicht, geslepenheid
Οξύνοια στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνοια

οξύνεια καλαμπάκας, οξύνοια ετυμολογία, οξύνοια wiki, οξύνοια σημασια, οξύνοια συνώνυμα, οξύνοια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οξύνοια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οξύ στα ολλανδικά - hevig, zuur, scherp, doordringend, fel, schel, zuren, ...
  • οξύθυμος στα ολλανδικά - balorig, kregel, gemelijk, slechtgehumeurd, opvliegend, driftig, opvliegende, ...
  • οξύνω στα ολλανδικά - prikkelen, scherpen, verscherpen, slijpen, te scherpen, aanscherpen
  • οξύς στα ολλανδικά - fel, doordringend, puntig, zuur, intens, schel, schril, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύνοια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slimheid, scherpzinnigheid, astuteness, scherp inzicht, geslepenheid