Ουρλιάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ουρλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вой, писък, скимтене, пищя, вия
Ουρλιάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουρλιάζω

ουρλιάζω συνώνυμα, ουρλιάζω συνωνυμο, ουρλιάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ουρλιάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ουρανίσκος στα βουλγαρικά - небце, небцето, на небцето, вкус, за небцето
  • ουρανός στα βουλγαρικά - небе, Sky, небето, Скай
  • ουσία στα βουλγαρικά - субстанция, вещество, веществото, вещества
  • ουσιαστικά στα βουλγαρικά - почти, фактически, по същество, същество, основно, главно, съществено
Τυχαίες λέξεις
Ουρλιάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вой, писък, скимтене, пищя, вия