Ουρλιάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: ουρλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стогнати, ревти, вити, завивання, виття, вої, собака, вой
Ουρλιάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουρλιάζω

ουρλιάζω συνώνυμα, ουρλιάζω συνωνυμο, ουρλιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ουρλιάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ουρανίσκος στα ουκρανικά - смак, вподобання, уподобання, схильність, інтерес, небо, піднебіння, ...
  • ουρανός στα ουκρανικά - небеса, небо, піднебіння, неба
  • ουσία στα ουκρανικά - екстракт, зміст, суть, твердість, сутність, густина, істота, ...
  • ουσιαστικά στα ουκρανικά - віртуальний, ефективний, віртуальна, дійсний, по суті, сутнісно, власне кажучи
Τυχαίες λέξεις
Ουρλιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стогнати, ревти, вити, завивання, виття, вої, собака, вой