Ουρλιάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ουρλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huilen, brullen, gemiauw, yowl, krollen, gekrol
Ουρλιάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουρλιάζω

ουρλιάζω συνώνυμα, ουρλιάζω συνωνυμο, ουρλιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ουρλιάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ουρανίσκος στα ολλανδικά - gehemelte, verhemelte, mond, smaak, smaakpapillen
  • ουρανός στα ολλανδικά - hemel, lucht, sky, de hemel
  • ουσία στα ολλανδικά - essentie, geur, pit, odeur, kern, zelfstandigheid, materie, ...
  • ουσιαστικά στα ολλανδικά - schier, welhaast, haast, bijna, zowat, wezen, in wezen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουρλιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: huilen, brullen, gemiauw, yowl, krollen, gekrol