Ουρλιάζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: ουρλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bömbölés, vonít, vonítás, nyivákol, csikorgását, nyivákolás
Ουρλιάζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουρλιάζω

ουρλιάζω συνώνυμα, ουρλιάζω συνωνυμο, ουρλιάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ουρλιάζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ουρανίσκος στα ουγγρικά - szájpad, szájpadlás, ízlés, Szájban, a szájpad, szájpadlása
  • ουρανός στα ουγγρικά - menny, klíma, ég, égbolt, égen, eget, sky
  • ουσία στα ουγγρικά - anyag, anyagot, anyagnak, anyagok, anyaggal
  • ουσιαστικά στα ουγγρικά - alapjában, lényegében, alapvetően, elsősorban, lényegében a, lényegileg
Τυχαίες λέξεις
Ουρλιάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bömbölés, vonít, vonítás, nyivákol, csikorgását, nyivákolás