Παλαιός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παλαιός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стар, стара, старата, стария, стари
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλαιός
παλαιός άγιος αθανάσιος καιρός, παλαιός αιγιαλός, παλαιός άγιος αθανάσιος, παλιός φούρνος βόλος, παλαιός των ημερών, παλαιός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παλαιός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παλαιοντολόγος στα βουλγαρικά - палеонтолог, палеонтологът, палеонтолога
- παλαιστής στα βουλγαρικά - борец, кечист, борецът
- παλεύω στα βουλγαρικά - борба, битка, бой, борбата, двубой
- παλιάνθρωπος στα βουλγαρικά - подлец, негодяй, скункс, скунк, мерзавец, скункса
Τυχαίες λέξεις
Παλαιός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: стар, стара, старата, стария, стари
Μεταφράσεις: стар, стара, старата, стария, стари