Παλαιός στα ολλανδικά
Μετάφραση: παλαιός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vroeger, vergevorderd, verleden, voorafgaand, voorgaand, bejaard, vorig, oud, oude, de oude
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλαιός
παλαιός άγιος αθανάσιος καιρός, παλαιός αιγιαλός, παλαιός άγιος αθανάσιος, παλιός φούρνος βόλος, παλαιός των ημερών, παλαιός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παλαιός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παλαιοντολόγος στα ολλανδικά - palaeontoloog, paleontologist, paleontoloog, de paleontoloog, paleontoloog te
- παλαιστής στα ολλανδικά - worstelaar, wrestler, De worstelaar, worstelaar van, worstelaars
- παλεύω στα ολλανδικά - kampen, beetnemen, pakken, beetpakken, worstelen, gevecht, strijd, ...
- παλιάνθρωπος στα ολλανδικά - schoft, schurk, ploert, loeder, rotzak, schoelje, stinkdier, ...
Τυχαίες λέξεις
Παλαιός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vroeger, vergevorderd, verleden, voorafgaand, voorgaand, bejaard, vorig, oud, oude, de oude
Μεταφράσεις: vroeger, vergevorderd, verleden, voorafgaand, voorgaand, bejaard, vorig, oud, oude, de oude