Παλικαρισμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παλικαρισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тормоза, тормоз, малтретиране, насилието, на тормоза
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλικαρισμός
παλικαρισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παλικαρισμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παλεύω στα βουλγαρικά - борба, битка, бой, борбата, двубой
- παλιάνθρωπος στα βουλγαρικά - подлец, негодяй, скункс, скунк, мерзавец, скункса
- παλιμβουλία στα βουλγαρικά - непостоянство, tergiversator
- παλλόμενος στα βουλγαρικά - пулсиращ, пулсираща, пулсиращо, пулсирането, пулсира
Τυχαίες λέξεις
Παλικαρισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тормоза, тормоз, малтретиране, насилието, на тормоза
Μεταφράσεις: тормоза, тормоз, малтретиране, насилието, на тормоза