Παλικαρισμός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: παλικαρισμός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
силеџиство, малтретирањето, малтретирање, заплашувањето, насилничкото
Παλικαρισμός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλικαρισμός

παλικαρισμός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, παλικαρισμός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • παλεύω στα σλαβομακεδονικά - борбата, борба, борат
  • παλιάνθρωπος στα σλαβομακεδονικά - изигравам, подлец, плаќа, не плаќа, скункс
  • παλιμβουλία στα σλαβομακεδονικά - tergiversator
  • παλλόμενος στα σλαβομακεδονικά - пулсирачки, пулсирање, пулсира, пулсирачка, пулсирачката
Τυχαίες λέξεις
Παλικαρισμός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: силеџиство, малтретирањето, малтретирање, заплашувањето, насилничкото