Παλικαρισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: παλικαρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pesten, pesterijen, intimidatie, pestgedrag, gepest
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλικαρισμός
παλικαρισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παλικαρισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παλεύω στα ολλανδικά - kampen, beetnemen, pakken, beetpakken, worstelen, gevecht, strijd, ...
- παλιάνθρωπος στα ολλανδικά - schoft, schurk, ploert, loeder, rotzak, schoelje, stinkdier, ...
- παλιμβουλία στα ολλανδικά - tergiversator
- παλλόμενος στα ολλανδικά - pulserende, pulserend, pulseren, kloppende, bruisende
Τυχαίες λέξεις
Παλικαρισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pesten, pesterijen, intimidatie, pestgedrag, gepest
Μεταφράσεις: pesten, pesterijen, intimidatie, pestgedrag, gepest