Παλικαρισμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: παλικαρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
virtuskodás, megfélemlítés, zaklatás, a megfélemlítés, bántalmazás, zaklatást
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλικαρισμός
παλικαρισμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, παλικαρισμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- παλεύω στα ουγγρικά - horgony, birkózás, kihorgonyzás, harc, küzdelem, küzdelemben, küzdelmet, ...
- παλιάνθρωπος στα ουγγρικά - csibész, bűzös borz, Skunk, görény, borz, görénynek
- παλιμβουλία στα ουγγρικά - tergiversator
- παλλόμενος στα ουγγρικά - kudarc, hírig, ütleg, szívdobogás, zuhogó, lavírozás, sulykolás, ...
Τυχαίες λέξεις
Παλικαρισμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: virtuskodás, megfélemlítés, zaklatás, a megfélemlítés, bántalmazás, zaklatást
Μεταφράσεις: virtuskodás, megfélemlítés, zaklatás, a megfélemlítés, bántalmazás, zaklatást