Παλικαρισμός στα ισλανδικά
Μετάφραση: παλικαρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einelti, prófum, í prófum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλικαρισμός
παλικαρισμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, παλικαρισμός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- παλεύω στα ισλανδικά - glíma, berjast, Fight, baráttan, baráttunni, bardagi
- παλιάνθρωπος στα ισλανδικά - Skunk, skunkur
- παλιμβουλία στα ισλανδικά - tergiversator
- παλλόμενος στα ισλανδικά - pulsating, sláttar-
Τυχαίες λέξεις
Παλικαρισμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einelti, prófum, í prófum
Μεταφράσεις: einelti, prófum, í prófum