Παλικαρισμός στα λιθουανικά
Μετάφραση: παλικαρισμός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įgąsdinimas, Patyčios, patyčių, priekabiavimo, priekabiavimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλικαρισμός
παλικαρισμός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παλικαρισμός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παλεύω στα λιθουανικά - kova, kovos, kovą, kovoti, kovai
- παλιάνθρωπος στα λιθουανικά - niekšas, skunkas, skunk, bjaurybė, nugalėti
- παλιμβουλία στα λιθουανικά - tergiversator
- παλλόμενος στα λιθουανικά - pulsuojanti, pulsuojantis, pulsuojantį, pulsating, pulsuoja
Τυχαίες λέξεις
Παλικαρισμός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įgąsdinimas, Patyčios, patyčių, priekabiavimo, priekabiavimas
Μεταφράσεις: įgąsdinimas, Patyčios, patyčių, priekabiavimo, priekabiavimas