Παλικαρισμός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: παλικαρισμός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запалохваць, запалохвала, запалохваў, запалохвае, запалохвалі
Παλικαρισμός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλικαρισμός

παλικαρισμός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, παλικαρισμός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • παλεύω στα λευκορωσικά - барацьба, дужанне, змаганне, борьба
  • παλιάνθρωπος στα λευκορωσικά - скунс, скунс знiшчае
  • παλιμβουλία στα λευκορωσικά - tergiversator
  • παλλόμενος στα λευκορωσικά - пульсавалы, пульсуючы, пульсаваў, які пульсаваў, пульсавалая
Τυχαίες λέξεις
Παλικαρισμός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: запалохваць, запалохвала, запалохваў, запалохвае, запалохвалі