Πελεκώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πελεκώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сека, одялвам, отсичам, повалям, Отсечете
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πελεκώ
πελεκώ συνώνυμα, πελεκώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πελεκώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πελαργός στα βουλγαρικά - щъркел, Щъркелово, Stork, щъркели
- πελατεία στα βουλγαρικά - клиентела, клиенти, клиентелата
- πελούζα στα βουλγαρικά - Peluso
- πελώριος στα βουλγαρικά - огромен, силен, тропане, биеше, блъскане
Τυχαίες λέξεις
Πελεκώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сека, одялвам, отсичам, повалям, Отсечете
Μεταφράσεις: сека, одялвам, отсичам, повалям, Отсечете