Πελεκώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πελεκώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
massacrar, chacinar, golpear, cortar, decepar, HEW, desbasta, desbastam
Πελεκώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πελεκώ

πελεκώ συνώνυμα, πελεκώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πελεκώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πελαργός στα πορτογαλικά - cegonha, loja, armazenar, Stork, da cegonha, cegonha de, de cegonha
  • πελατεία στα πορτογαλικά - clientela, clientes, clientela de, a clientela
  • πελούζα στα πορτογαλικά - relva, lei, gramado, Peluso
  • πελώριος στα πορτογαλικά - espaçoso, amplo, imenso, vasto, gigantesco, apertar, estreitar, ...
Τυχαίες λέξεις
Πελεκώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: massacrar, chacinar, golpear, cortar, decepar, HEW, desbasta, desbastam