Προηγούμενο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προηγούμενο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прецедент, предходната, прецеденти
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προηγούμενο
δικαστικό προηγούμενο, προηγούμενο στα αγγλικα, προηγούμενο μικτό υπόλοιπο, νομικό προηγούμενο, νομολογιακό προηγούμενο, προηγούμενο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προηγούμενο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προηγούμαι στα βουλγαρικά - предхожда, предшестват, предшества, предхождат, да предхожда
- προηγούμενα στα βουλγαρικά - предишен, предходната, предишния, предишната, предходна
- προηγούμενος στα βουλγαρικά - предишен, предходната, предишния, предишната, предходна
- προθάλαμος στα βουλγαρικά - вестибюл, антре, преддверие, хол, сводовете
Τυχαίες λέξεις
Προηγούμενο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: прецедент, предходната, прецеденти
Μεταφράσεις: прецедент, предходната, прецеденти